θηλυκώνω

θηλυκώνω
1. κουμπώνω
2. (για ρούχα) συνδέω τα δύο αντίστοιχα μπροστινά άκρα βάζοντας στις θηλειές τού ενός τα κουμπιά ή τις αγκιστρώδεις πόρπες τού άλλου
3. (για θύρες ή παράθυρα) κάνω θηλύκωμα, ταιριάζω τους ρεζέδες
4. περιτυλίγω κάτι με ύφασμα ή χαρτί κ.λπ.
5. παρασύρω κάποιον με δόλο και πλεκτάνη σε άτοπες ενέργειες
6. παρασύρω σε ασέλγεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυκός. Για τη σημασία βλ. λ. θηλειά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θηλυκώνω — θηλυκώνω, θηλύκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θηλυκώνω — θηλύκωσα, θηλυκώθηκα, θηλυκωμένος 1. κουμπώνω. 2. συναρμολογώ: Θηλυκώνω τους ρεζέδες των παραθύρων. 3. συμπλέκω τα δάχτυλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθηλύκωτος — η, ο [θηλυκώνω] 1. αυτός που δεν έχει θηλύκια το επιθ. λέγεται για ενδύματα (ζιπούνι, γιλέκο κ.λπ.) που δεν έχουν θηλύκια και δεν μπορεί κανείς να τά κουμπώσει 2. αυτός που είναι ξεθηλύκωτος, ακούμπωτος, πρβλ. «αθηλύκωτα παπούτσια» …   Dictionary of Greek

  • θηλειάζω — και θηλιάζω και θελιάζω [θηλειά] 1. κάνω θηλειά, φτιάχνω βρόχο 2. κουμπώνω, θηλυκώνω 3. (εσφ. γρφ τού θυλλιάζω) φυλλιάζω*, μπολιάζω, κεντρώνω …   Dictionary of Greek

  • θηλυκωτήρι — και θηλυκωτάρι, το [θηλυκώνω] 1. πόρπη γυναικείων ρούχων 2. όργανο με το οποίο γίνεται το κούμπωμα, το θηλύκωμα τών παπουτσιών, κουμπωτήρι …   Dictionary of Greek

  • θηλύκωμα — το [θηλυκώνω] 1. η σύνδεση με κουμπί ή σειρήτι τών δύο μπροστινών άκρων τού ανοίγματος ρούχου, κούμπωμα 2. (στην ξυλουργική) σύνδεση, συναρμογή δύο σανίδων με εμβολή ειδικά προκατασκευασμένων προεξοχών τού άκρου τής μιας σε αντίστοιχα… …   Dictionary of Greek

  • ξεθηλυκώνω — ανοίγω τη θηλειά και βγάζω το κουμπί ή την πόρπη, ξεκουμπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + θηλυκώνω «κουμπώνω»] …   Dictionary of Greek

  • παρακαθάπτω — Α συνδέω, προσαρμόζω, θηλυκώνω κάτι σε κάτι άλλο («ἱμὰς ὁ τῷ ζυγῷ παρακαθαπτόμενος», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + καθάπτω «αγγίζω»] …   Dictionary of Greek

  • φελιάζω — και φηλιάζω Ν 1. ράβω τεμάχιο υφάσματος σε ένδυμα 2. (σχετικά με φυτά) μπολιάζω, εγκεντρίζω 3. (γενικά) συναρμόζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. προέρχεται από τη λ. θηλιάζω «κάνω θηλειά, κουμπώνω, θηλυκώνω», με τροπή τού θσε φ (πρβλ. θηκάρι:… …   Dictionary of Greek

  • φοινικιάζω — Ν θηλυκώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”